Ellasnetblogs

Πόσο μικρός είναι ο κόσμος

Από την Ελιάνα Γιαννακάκη 

Αχχχχ…επιτέλους…άλλη μια εξεταστική περίοδος έφτασε στο τέλος της. Χαρά Θεού! Να φανταστείτε ανοίγω το παράθυρο κι αντί να βλέπω το μουντό ουρανό και τη βροχή, βλέπω «λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και τ’ αγόρι μου» (λέμε τώρα). Νιώθω ολοκαίνουρια. Γι’ αυτό άλλωστε σκέφτηκα ότι αξίζει να επιβραβεύσω τον εαυτό μου με καλό παρεάκι, ένα φλιτζάνι αχνιστό μυρωδάτο καφέ, κουβεντούλα και φυσικά μπόλικες δόσεις φλερτ. Πρέπει ν’ ανέβει επιτέλους το ηθικό μου.
Συνεννοούμαι τηλεφωνικώς με την Χ, με την οποία συναντιέμαι μια ώρα αργότερα στο ‘Κολωνάκι’ της πόλης μας. Καθόμαστε με χάρη (πάντα) στο πιο γεμάτο από κόσμο καφέ, ανασκουμπώνομαι, φοράω το μεγαλύτερο μου χαμόγελο κι ετοιμάζομαι να της μιλήσω για την ανάσα που πήρα με το τέλος της εξεταστικής και την αναγέννηση που θέλω να βιώσω σαν γυναίκα.
Παρόλο που εγώ ήμουν μέσα στην τρελή χαρά, κατάλαβα ότι η Χ. καιγόταν. Την ένιωθα να θέλει να ανοίξει το στόμα της και να μου εξιστορήσει σαν χείμαρρος κάτι πολύ σημαντικό που την απασχολούσε. Έτσι έδειχνε. Με το που τελείωσα τη σκέψη μου, σαν να με διάβαζε κι αυτή, αρχίζει την ιστορία της.
Γνώρισε κάποιον. Και τον ερωτεύτηκε. Κι αυτός την ερωτεύτηκε –της είπε–. Μουρλός έρωτας. Γεννήθηκε σε μια chat σελίδα του διαδυκτίου. Αχ αυτό το διαδύκτιο. Στη δίνει κατακούτελα. Είναι σαν ναρκωτικό. Είναι η γοητεία του αγνώστου; Είν’ η μοναξιά που ταλανίζει τον καθένα μας ανά το παγκόσμιο;
Όλοι οι Έλληνες που ζούμε εδώ στη Γερμανία, γνωρίζουμε ότι μπορεί να είμαστε διασπαρμένοι σε όλη τη χώρα, εντούτοις, μοιάζουμε σαν ένα μικρό νησί. Κάποιος απ’ την Φρανκφούρτη γνωρίζει κάποιον απ’ το Ντούσελντορφ και ούτω καθεξής. Και με το ίντερνετ; Έχουμε φτάσει πια να είμαστε … γείτονες τρόπο τινά.
Τελοσπάντων, γνωρίστηκαν τα πιτσουνάκια μου όπως προανέφερα σε μια ελληνογερμανική ιστοσελίδα. Ζούσαν σε διαφορετικές πόλεις. Α και κάτι σημαντικό. Η Χ. είναι κοινωνικότατος άνθρωπος. Χωρίς κολλήματα. Γι’ αυτό και δεν είχε κανένα θέμα να μιλά και με γυναίκες. Όπως η Ε. που συμπτωματικά ζούσε στην ίδια πόλη με τον γκόμενο της ιστορίας μας. Και επανέρχομαι στο ψητό, στο ζευγαράκι μας. Μιλούσαν –σχεδόν– επί καθημερινής βάσης. Τα βράδια όμως γιατί κατά τη διάρκεια της ημέρας, ε έχουμε όλοι τα δικά μας. Μοιράστηκαν ιστορίες και βιώματα, έκαναν πλάκα, μιλούσαν σοβαρά. Έφτασαν δηλαδή αυτή την ηλεκτρονική γνωριμία σ’ ένα ας πούμε πραγματικό επίπεδο. Μέχρι που άρχισαν τα πρώτα σκιρτήματα κι αποφάσισαν ότι ήταν καιρός να τολμήσουν μια πραγματική γνωριμία. Να δουν και να μιλήσουν μεταξύ τους επιτέλους σε πραγματικό χρόνο.
Συναντήθηκαν. Η δικιά μου, όπως μου είπε, έφαγε αμέσως φρίκη. Άλλον περίμενε κι αλλιώς τη βγήκε, σ’ ότι αφορά την εξωτερική εμφάνιση τουλάχιστον. Και την ενόχλησε πολύ γιατί αυτός, άλλα της είχε πει. Το προσπερνά όμως και σε κλάσματα δευτερολέπτων σκέφτεται ότι ο λόγος που της είπε ψέματα γι’ αυτό το θέμα ίσως να ήταν η ανασφάλεια του και η ανάγκη του παράλληλα να την πείσει να τον ερωτευτεί. Άρχισαν να μιλάνε. Περνούσαν όμορφα απ’ ότι που περιέγραψε, γελούσαν και όλα τα συναφή. Ώσπου σε ανύποπτη στιγμή σκάει η βόμβα. Της εκμυστηρεύτηκε ότι έχει δεσμό, τον οποίο θα διαλύσει άμεσα τώρα που την γνώρισε γιατί η άλλη είναι αναίσθητη και δεν την νοιάζει τίποτα. Η δικιά μου παθαίνει αλλά καταφέρνει να κρατήσει επίπεδο και πολύ φυσιολογικά, μετά που προχώρησε η ώρα αποφάσισαν να χωριστούν ο καθένας για την πόλη του και μ’ ένα καινούριο ραντεβού για την καθιερωμένη τους πια διαδικτυακή κουβέντα.
Όλα κυλούσαν φυσιολογικά ας πούμε μεταξύ τους. Όπως φυσιολογικά συνεχιζόταν και η κουβέντα με την Ε. που ανέφερα πιο πάνω. Τη θυμάστε; Έγιναν πολύ καλές φίλες. Έφτασαν σε σημείο να μιλάνε και στο τηλέφωνο. Κανονικές φιλενάδες σας λέω. Μια καλή μέρα λοιπόν η Ε. παίρνει τηλέφωνο τη δικιά μου και της λέει επακριβώς: «Το παιδί που γνώρισες πρίν από λίγο καιρό στο ίντερνετ, είναι ο αρραβωνιαστικός μου. Σήμερα το ανακάλυψα. Μην ανησυχείς, δεν θύμωσα μαζί σου. Δυστυχώς δεν είσαι η μοναδική με την οποία συνέβη αυτό. Γνώρισε και βγήκε με πολλές. Καιρό τώρα. Θα χωρίσουμε, δεν πάει άλλο. Λυπάμαι.» Έκλεισε το τηλέφωνο και η Χ. απ’ ότι μου είπε έμεινε κάγκελο. Και θύμωσε. Θύμωσε πολύ και εννοείται πως δεν την αδικώ. Αυτή δεν ήταν τίποτ’ άλλο παρά ειλικρινής. Αυτός πόσο ηλίθιος ήταν όμως που ‘ξόδεψε’ ώρες για να την πείσει, για τι; Για ένα π*****;
Η ώρα πέρασε τελικά. Εγώ δεν είπα τίποτα παρά μόνο άκουσα. Εντάξει, εγώ τη χαρά μου μπορούσα να την βάλω στην άκρη για λίγο. Έπρεπε να μοιραστώ την οργή της Χ. Καθοδόν προς το σπίτι σκεφτόμουν πόσο μικρός είναι ο κόσμος. Και πόσο μοιάζουν οι άνθρωποι ενώ παράλληλα είναι τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους. Η Χ. πίστεψε πως βρήκε μια αγκαλιά. Όχι κάποιου ξένου. Κάποιου δικού της, κάποιου ανθρώπου με ίδιες καταβολές και ιστορία μαζί της. Κάποιου που είχε να μοιραστεί μαζί του τις μυρωδιές της ίδιας πατρίδας. Κάποιου που τελικά την ξεγέλασε. Που δεν ήταν διόλου αληθινός. Το κουφό βέβαια της ιστορίας ήταν η καινούρια της φίλη, η Ε. που μ’ αυτή ήταν διατεθειμένη να μοιραστεί πια ότι ελληνικό κουβαλούσε μέσα της. Την ανθρωπιά της!